- κατεναντίον
- κατεναντίον (Α)επίρρ.1. εναντίον κάποιου («εἰ δὲ κὲν οἱ προπάροιθε πόλιος κατεναντίον ἔλθω», Ομ. Ιλ.)2. ακριβώς απέναντι, καταντικρύ.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
κατεναντίον — indeclform (adverb) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κατεναντία — (Α) επίρρ. κατεναντίον* … Dictionary of Greek